- στρατωθέν
- στρατόωto be on a campaignaor part pass neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατώ — (I) όω, Α [στρατός] 1. οδηγώ στράτευμα στον πόλεμο 2. (μέσ. και παθ.) στρατοῡμαι, όομαι στρατοπεδεύω 3. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) στρατωθέν (για τόπο) κατέχομαι από στρατόπεδο. (II) άω, Α [στρατός] στρατοπεδεύω … Dictionary of Greek